- ἰσχαδώνης
- ἰσχᾰδώνης, ου, ὁ,A buyer of figs, Pherecr.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισχαδώνης — ἰσχαδώνης, ὁ (Α) αυτός που αγοράζει ξηρά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, άδος + ώνης (< ώνοῡμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ ώνης, οπωρ ώνης] … Dictionary of Greek
ἰσχαδωνῶν — ἰσχαδώνης buyer of figs masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκατώνης — δεκατώνης, ο (Α) ο ενοικιαστής τού φόρου τής δεκάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + ώνης < ωνούμαι «αγοράζω» (πρβλ. ισχαδώνης, σιτώνης)] … Dictionary of Greek